- δνοφερήν
- δνοφερόςdarkfem acc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καθηλιάζω — (Α) φωτίζω με το φως τού ηλίου («οὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἡλιάζω (< ἥλιος)] … Dictionary of Greek